Το "paspa" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈpaspa/
Το "paspa" χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο για να περιγράψει κάποιον που έχει φάει πολύ, που νιώθει κορεσμένος από το φαγητό ή που παραπονείται για μεγάλη ποσότητα φαγητού.
Ο Juan έφαγε τόσο πολύ που τώρα είναι πασπαλέος.
Después de la cena de Navidad, todos quedaron paspa.
Μετά το δείπνο των Χριστουγέννων, όλοι έμειναν κορεσμένοι.
Si sigues comiendo así, terminarás paspa y tendrás dolor de estómago.
Η λέξη "paspa" προέρχεται από την ισπανική διάλεκτο.