paspa - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

paspa (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "paspa" είναι ρήμα στην ισπανική γλώσσα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /ˈpaspa/

Μεταφράσεις

  1. Ελληνικά: να φάει πολύ
  2. Ελληνικά: να νιώσει κορεσμένος
  3. Ελληνικά: να παραπονεθεί για μεγάλη ποσότητα φαγητού

Χρήση

Το "paspa" χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο για να περιγράψει κάποιον που έχει φάει πολύ, που νιώθει κορεσμένος από το φαγητό ή που παραπονείται για μεγάλη ποσότητα φαγητού.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. Juan comió tanto que ahora está paspa.
  2. Ο Juan έφαγε τόσο πολύ που τώρα είναι πασπαλέος.

  3. Después de la cena de Navidad, todos quedaron paspa.

  4. Μετά το δείπνο των Χριστουγέννων, όλοι έμειναν κορεσμένοι.

  5. Si sigues comiendo así, terminarás paspa y tendrás dolor de estómago.

  6. Αν συνεχίσεις έτσι να τρως, θα καταλήξεις να παραπονιέσαι για το πόσο πολύ έφαγες και θα έχεις πονοκέφαλο.

Ετυμολογία

Η λέξη "paspa" προέρχεται από την ισπανική διάλεκτο.

Συνώνυμα και Αντώνυμα



3