Η λέξη "pastilla" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/pasˈti.ʎa/
Η λέξη "pastilla" αναφέρεται σε μια μικρή, κυρίως στρογγυλή ή οβάλ, δισκία φαρμάκου που χορηγείται μέσω του στόματος. Χρησιμοποιείται ευρέως στον τομέα της ιατρικής, καθώς και σε γενικές συζητήσεις που αφορούν φάρμακα ή θεραπείες. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή και παρατηρείται κυρίως σε γραπτό και προφορικό λόγο, ιδίως σε ιατρικά και φαρμακευτικά κείμενα.
Ella tomó una pastilla para el dolor de cabeza.
(Αυτή πήρε ένα δισκίο για τον πονοκέφαλο.)
El médico le recetó una pastilla diaria.
(Ο γιατρός της συνταγογράφησε ένα δισκίο την ημέρα.)
Las pastillas deben tomarse con agua.
(Τα δισκία πρέπει να λαμβάνονται με νερό.)
Η λέξη "pastilla" δεν είναι πολύ συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων όπως άλλες λέξεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε φράσεις που σχετίζονται με την υγεία ή την ευημερία:
No subestimes el poder de una pastilla.
(Μην υποτιμάς τη δύναμη ενός δισκίου.)
A veces, una pastilla es lo que necesitas para sentirte mejor.
(Κάποιες φορές, ένα δισκίο είναι αυτό που χρειάζεσαι για να νιώσεις καλύτερα.)
Las pastillas ayudan, pero también hay que cuidar la alimentación.
(Τα δισκία βοηθούν, αλλά πρέπει επίσης να προσέχεις τη διατροφή.)
Η λέξη "pastilla" προέρχεται από το ισπανικό "pasta", το οποίο σημαίνει "πάστα" ή "ζύμη". Ο όρος αναφέρεται σε μια μικρή ποσότητα μιας ουσίας που έχει μορφή ζύμης ή που έχει συμπιεστεί σε δισκίο.
Συνώνυμα: - Dosis (δόση) - Pastilla efervescente (αναβράζον δισκίο)
Αντώνυμα: - Líquido (υγρό) - Inyección (ένεση)