Η λέξη "pastoso" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει παχιά ή χυλώδη υφή. Συχνά χρησιμοποιείται στον τομέα της μαγειρικής για να περιγράψει σάλτσες, τρόφιμα ή πυκνές κρέμες. Η χρήση του είναι συνηθισμένη και στα δυο, προφορικό και γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί περισσότερη χρήση στην προφορική γλώσσα.
Η σάλτσα ντομάτας είναι αρκετά παχιά.
Me gusta el puré de papas pastoso.
Η λέξη "pastoso" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να βρει εφαρμογή σε προτάσεις που περιγράφουν καταστάσεις ή συναισθήματα:
Αυτό το έργο είναι πολύ πυκνό και απαιτεί περισσότερη δουλειά.
Su discurso fue pastoso, lleno de detalles innecesarios.
Ο λόγος του ήταν πυκνός, γεμάτος περιττές λεπτομέρειες.
Me siento pastosamente atrapado en esta situación.
Η λέξη "pastoso" προέρχεται από την ισπανική λέξη "pasta", που σημαίνει "ζύμη" ή "πάστα". Η ρίζα της λέξης αναφέρεται στην υφή και την συνέπεια που μπορεί να έχει μια πάστα ή ένα πυκνό μείγμα.
παχύς (gordo)
Αντώνυμα: