Η λέξη "patente" είναι ουσιαστικό.
φώνημα: /paˈtente/
Η λέξη "patente" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί κυρίως σε νομικά δικαιώματα που δόθηκαν για την προστασία εφευρέσεων ή δημιουργιών, ή στην αδειοδότηση για την εκτέλεση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων. Στην ομιλία είναι συχνά συνδεδεμένη με την αδειοδότηση, φορολογικά ζητήματα ή εφευρέσεις. Η χρήση της είναι συχνή και στα δύο περιβάλλοντα, γραπτό και προφορικό.
"Χρειάζομαι να ανανεώσω την άδεια οδήγησης μου για να μπορώ να οδηγήσω."
"La patente de esta invención fue concedida el año pasado."
Η λέξη "patente" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως στον νομικό και οικονομικό τομέα.
"Έχω άδεια να λειτουργώ στην αγορά."
"Patente de corso."
"Άδεια πειρατείας." (Εκφραση που αναφέρεται σε άδεια που δίνεται σε πλοία για να επιτεθούν σε εχθρικά πλοία).
"Patente de invención."
Η λέξη "patente" προέρχεται από τα λατινικά "patens", το οποίο σημαίνει "ανοιχτός", και χρησιμοποιείται στην νομική ορολογία για να υποδείξει κάτι που είναι δημόσια διαθέσιμο ή ανοιχτό προς χρήση.
Με αυτές τις πληροφορίες ελπίζω να καλύπτω τις ανάγκες σας για τη λέξη "patente"!