Επίθετο.
/pateɾˈnal/
Η λέξη "paternal" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με τον πατέρα ή την πατρική φιγούρα. Στη γλώσσα των Ισπανικών, μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και η γραπτή χρήση είναι συνήθως πιο συχνή σε επίσημα κείμενα και ιατρικές αναφορές. Η λέξη είναι σχετικά συχνή, ειδικά σε οικογενειακά ή κοινωνικά συμφραζόμενα.
El amor paternal es muy importante en la vida de un niño.
(Η πατρική αγάπη είναι πολύ σημαντική στη ζωή ενός παιδιού.)
Él tiene un enfoque paternal hacia sus empleados.
(Εκείνος έχει μια πατρική προσέγγιση προς τους υπαλλήλους του.)
La influencia paternal puede moldear el carácter de una persona.
(Η πατρική επιρροή μπορεί να διαμορφώσει τον χαρακτήρα ενός ατόμου.)
Η λέξη "paternal" δεν έχει πολλές συγκεκριμένες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς που περιγράφουν πατρικές σχέσεις ή χαρακτηριστικά.
Consejos paternos siempre son útiles.
(Οι πατρικές συμβουλές είναι πάντα χρήσιμες.)
La figura paternal se siente en momentos de dificultad.
(Η πατρική φιγούρα γίνεται αισθητή σε στιγμές δυσκολίας.)
Su actitud paternal no pasa desapercibida.
(Η πατρική του στάση δεν περνά απαρατήρητη.)
Es un modelo paternal para los jóvenes.
(Είναι ένα πατρικό πρότυπο για τους νέους.)
La protección paternal es crucial para el desarrollo sano.
(Η πατρική προστασία είναι κρίσιμη για την υγιή ανάπτυξη.)
Η λέξη "paternal" προέρχεται από τη λατινική λέξη "paternalis", η οποία σημαίνει "πατρικός", που πηγάζει από τη λέξη "pater", που σημαίνει "πατέρας".
Συνώνυμα: - Patricio (πατρικός) - Paternalista (πατρικός με έννοια φροντίδας)
Αντώνυμα: - Maternal (μητρικός) - Huérfano (ορφάνια, χωρίς πατέρα)