Η λέξη "paternidad" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/pateɾniˈðað/
Η λέξη "paternidad" αναφέρεται στην κατάσταση ή την ιδιότητα του πατέρα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη σχέση που έχει ένας πατέρας με τα παιδιά του, καθώς και τις ευθύνες και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή τη σχέση. Η συχνότητα χρήσης της είναι πιο εμφανής στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε νομικά ή κοινωνικά κείμενα που αναφέρονται σε οικογενειακές σχέσεις και δικαιώματα.
La paternidad implica una serie de responsabilidades y derechos.
(Η πατρότητα περιλαμβάνει μια σειρά ευθυνών και δικαιωμάτων.)
En muchos países, la paternidad se reconoce legalmente después del nacimiento del niño.
(Σε πολλές χώρες, η πατρότητα αναγνωρίζεται νομικά μετά τη γέννηση του παιδιού.)
La paternidad puede ser una experiencia transformadora para muchos hombres.
(Η πατρότητα μπορεί να είναι μια μεταμορφωτική εμπειρία για πολλούς άντρες.)
Η λέξη "paternidad" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που αναφέρονται στις σχέσεις ή στις ευθύνες των πατέρων.
"La paternidad responsable es clave para el desarrollo del niño."
(Η υπεύθυνη πατρότητα είναι το κλειδί για την ανάπτυξη του παιδιού.)
"Los derechos de paternidad deben ser respetados por la ley."
(Τα δικαιώματα της πατρότητας πρέπει να γίνονται σεβαστά από το νόμο.)
"Cada vez más hombres están asumiendo la paternidad con igual responsabilidad."
(Όλο και περισσότεροι άντρες αναλαμβάνουν την πατρότητα με ίση ευθύνη.)
"La paternidad compartida fomenta una mejor relación entre los padres y los hijos."
(Η κοινή πατρότητα προάγει μια καλύτερη σχέση μεταξύ των γονέων και των παιδιών.)
Η λέξη "paternidad" προέρχεται από το λατινικό "paternitas", το οποίο περιέχει τη λέξη "pater" που σημαίνει "πατέρας". Ουσιαστικά, η λέξη σχετίζεται με την έννοια της πατρικής ταυτότητας και ρόλου.
Συνώνυμα: - paternidad responsable (υπεύθυνη πατρότητα) - relación paternal (πατρική σχέση)
Αντώνυμα: - maternidad (μητρότητα) - ausencia paterna (πατρική απουσία)