Η φράση "patria potestad" είναι μια νομική ορολογία στα Ισπανικά και αναφέρεται σε μια ανάθεση ή δικαίωμα που έχει οι γονείς προς τα παιδιά τους. Είναι ουσιαστικό.
/patɾia postezˈtað/
Η "patria potestad" αναφέρεται στα νομικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που έχουν οι γονείς απέναντι στα παιδιά τους. Περιλαμβάνει τη φροντίδα για την ανατροφή, την εκπαίδευση και την προστασία των ανηλίκων. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά πλαίσια και οικογενειακούς νόμους. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτά κείμενα, νομικές συμβάσεις και οικογενειακά δικαστήρια, αν και μπορεί επίσης να έχει εμφανίσεις σε προφορικούς διαλόγους ανάμεσα σε ειδικούς στον τομέα.
Η γονική εξουσία ασκείται στους ανηλίκους.
Es importante entender las implicaciones de la patria potestad en el divorcio.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τις επιπτώσεις της γονικής εξουσίας στο διαζύγιο.
La ley establece que la patria potestad se comparte entre ambos padres.
Η "patria potestad" συνδέεται στενά με νομικές διαδικασίες και ιδίως με τις έννοιες των δικαιωμάτων γονέων και των υποχρεώσεών τους. Μερικές ιδιωματικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη φράση αυτή είναι:
Αποποίηση της γονικής εξουσίας.
Ejercer la patria potestad de forma responsable.
Άσκηση της γονικής εξουσίας με υπευθυνότητα.
La patria potestad se puede modificar mediante un acuerdo judicial.
Η γονική εξουσία μπορεί να τροποποιηθεί μέσω δικαστικής συμφωνίας.
La revocación de la patria potestad es un proceso judicial complicado.
Η ανάκληση της γονικής εξουσίας είναι μια περίπλοκη δικαστική διαδικασία.
El juez evaluará el mejor interés del menor en casos de patria potestad.
Η φράση προέρχεται από τα Λατινικά: "patria" που σημαίνει «πατρίδα» ή «πατρική» και "potestas" που σημαίνει «δύναμη» ή «εξουσία». Η έννοια αναφέρεται στην εξουσία που κατέχουν οι γονείς για τα παιδιά τους που τους ανήκουν νομικά.
Συνώνυμα: - paternalidad (πατρικότητα) - custodia (κηδεμονία)
Αντώνυμα: - desamparo (αμέλεια) - abandono (παράληψη/αφόρητη)