Η λέξη "patrimonial" είναι επίθετο.
/patrimoˈnjal/
Η λέξη "patrimonial" σχετίζεται με την κληρονομιά, την περιουσία ή τα δικαιώματα που έχουν μεταβιβαστεί από τους πατέρες ή τους προγόνους. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά και οικονομικά συμφραζόμενα, αλλά και στον γενικό λόγο, για να αναφερθεί σε περιουσιακά στοιχεία ή σχέσεις που σχετίζονται με την κληρονομιά.
"Η διαχείριση της κληρονομιάς είναι κρίσιμη για την οικονομική ανάπτυξη μιας οικογένειας."
"Los derechos patrimoniales de los herederos deben ser protegidos por la ley."
"Τα κληρονομικά δικαιώματα των κληρονόμων πρέπει να προστατεύονται από το νόμο."
"El concepto patrimonial incluye tanto bienes tangibles como intangibles."
Η λέξη "patrimonial" δεν έχει πολλές συνηθισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες νομικές και οικονομικές φράσεις:
"Η οικογενειακή περιουσία πρέπει να διαχειρίζεται με σοφία."
"La planificación patrimonial es esencial para evitar conflictos legales."
"Ο σχεδιασμός της κληρονομιάς είναι βασικός για την αποφυγή νομικών συγκρούσεων."
"Los bienes patrimoniales son un reflejo de la cultura de un país."
"Τα κληρονομικά αγαθά είναι αντανάκλαση του πολιτισμού μιας χώρας."
"La protección del patrimonio cultural es responsabilidad de todos."
"Η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι ευθύνη όλων."
"Un testamento bien redactado asegura la correcta distribución del patrimonio."
Η λέξη "patrimonial" προέρχεται από τη λατινική λέξη "patrimonium," που означает "κληρονομιά" ή "ματέα κληρονομιά."
Συνώνυμα: - Kληρονομικός - Κληροδοτικός
Αντώνυμα: - Μη κληρονομικός - Εκτός κληρονομιάς