Η λέξη "patrona" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "patrona" με τη χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι /paˈtɾona/.
Η λέξη "patrona" χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθεί σε γυναίκες που είναι καπετάνισσες ή έχει μια ηγετική θέση, συνήθως σε ένα πλοίο. Η χρήση της μπορεί να είναι συχνή σε ναυτικά συμφραζόμενα αλλά και σε πιο γενικά συμφραζόμενα όταν μιλάμε για μια προστατευτική ή ηγετική φιγούρα. Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με πιθανή μεγαλύτερη συχνότητα στους πιο τεχνικούς και ναυτικούς τομείς.
La patrona del barco es muy conocida en el puerto.
(Η καπετάνισσα του πλοίου είναι πολύ γνωστή στο λιμάνι.)
Mi abuela siempre fue la patrona de nuestra familia.
(Η γιαγιά μου πάντα ήταν η προστάτιδα της οικογένειάς μας.)
La patrona de la marina organizó un evento para los marineros.
(Η καπετάνισσα της μαρίνας οργάνωσε μια εκδήλωση για τους ναυτικούς.)
Η λέξη "patrona" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε φράσεις που σχετίζονται με ρόλους και ηγετικές θέσεις:
Σημασία: Να έχεις τον έλεγχο ή την εποπτεία μιας κατάστασης.
La patrona siempre toma las mejores decisiones.
(Η καπετάνισσα πάντα παίρνει τις καλύτερες αποφάσεις.)
Σημασία: Η ηγετική φυσιογνωμία είναι γνωστό ότι είναι σοφή και ικανή.
Actuar como la patrona en el trabajo.
(Να ενεργείς σαν την καπετάνισσα στη δουλειά.)
Η λέξη "patrona" προέρχεται από την ισπανική λέξη "patrón", που σημαίνει "αρχηγός" ή "καπετάνιος", και ορίζεται στην γυναικεία μορφή της λέξης. Η ετυμολογία της εξελίσσεται από το λατινικό "patronus", που αναφέρεται σε προστάτη ή κύριο.
Συνώνυμα:
- capitanesa (καπετάνισσα)
- jefa (αρχηγός)
Αντώνυμα:
- subordinada (υφιστάμενος)
- aprendiz (μαθητευόμενος)