Patrulla είναι ένα ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "patrulla" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /paˈtruʝa/.
Στη γλώσσα Ισπανικά, η λέξη patrulla αναφέρεται σε μια ομάδα ατόμων ή οχημάτων που είναι υπεύθυνοι για τον έλεγχο ενός συγκεκριμένου χώρου, συχνά για λόγους ασφαλείας ή παρακολούθησης. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικούς, στρατιωτικούς ή αστυνομικούς τομείς. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αν και χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο.
Παραδείγματα:
1. La patrulla de policía llegó rápidamente al lugar del accidente.
(Η περιπολία της αστυνομίας έφτασε γρήγορα στον τόπο του ατυχήματος.)
Η λέξη "patrulla" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Hacer una patrulla significa revisar un área específica para seguridad.
(Η διενέργεια περιπολίας σημαίνει την επιθεώρηση μιας συγκεκριμένης περιοχής για λόγους ασφαλείας.)
Cuando estás en una patrulla, es crucial mantener la atención.
(Όταν είσαι σε μια περιπολία, είναι κρίσιμο να διατηρείς την προσοχή.)
La patrulla del vecindario se organizó para evitar robos.
(Η περιπολία της γειτονιάς οργανώθηκε για να αποφευχθούν οι κλοπές.)
La patrulla ecológica trabaja para proteger el medio ambiente.
(Η οικολογική περιπολία εργάζεται για την προστασία του περιβάλλοντος.)
La patrulla de rescate está lista para cualquier emergencia.
(Η περιπολία διάσωσης είναι έτοιμη για οποιαδήποτε έκτακτη ανάγκη.)
Η λέξη patrulla προέρχεται από το γαλλικό "patrouille", το οποίο σημαίνει επίσης περιπολία ή φρουρά. Η ρίζα της λέξης είναι πιθανώς από το λατινικό "paturire", που σχετίζεται με την έννοια της περιφερειακής επιθεώρησης.
Συνώνυμα: - vigilancia (επιτήρηση) - control (έλεγχος) - ronda (περίπολος)
Αντώνυμα: - abandono (παράλειψη) - negligencia (αμέλεια)
Η λέξη "patrulla" έχει πλούσιο λεξιλόγιο και χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορους τομείς εκδήλωσης, γεγονός που την καθιστά σημαντική στον ισπανόφωνο κόσμο.