Ρήμα
/patɾuˈlaɾ/
Η λέξη "patrullar" χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πράξη της περιπολίας, που σημαίνει να περιφέρεται σε μια ορισμένη περιοχή για λόγους ασφαλείας ή επιτήρησης. Συνήθως χρησιμοποιείται σε στρατιωτικά, αστυνομικά ή ακόμη και σε κοινωνικά πλάνα.
Η λέξη "patrullar" είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, καθώς αναφέρεται σε καθημερινές δραστηριότητες που σχετίζονται με την ασφάλεια και την προστασία. Ωστόσο, μπορεί επίσης να συναντηθεί σε γραπτά κείμενα που αναφέρονται σε στρατηγικές επιτήρησης και αστυνόμευσης.
Η αστυνομία περιπολεί τους δρόμους κάθε βράδυ.
Los soldados deben patrullar la zona de conflicto.
Οι στρατιώτες πρέπει να περιπολούν την ζώνη της σύγκρουσης.
Es importante patrullar para mantener la seguridad del vecindario.
Η λέξη "patrullar" δεν έχει πολλές κοινές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικά συμφραζόμενα που σχετίζονται με την ασφάλεια ή την επιτήρηση.
Σημαίνει να κάνεις περιπολία συνεχώς, χωρίς διαλείμματα.
Patrullar en equipo
Υποδηλώνει την περιπολία από μια ομάδα ατόμων για αυξημένη ασφάλεια.
Patrullar los alrededores
Αναφέρεται στην επιτήρηση περιοχών γύρω από μια κεντρική τοποθεσία.
Patrullar un área designada
Η λέξη "patrullar" προέρχεται από το γαλλικό "patrouiller", το οποίο αναφέρεται στην περιπολία και την επιτήρηση, και είναι πιθανόν να έχει ολλανδικές ή γερμανικές ρίζες που σχετίζονται με την έννοια της πλάνης σε μια περιοχή.