Η λέξη "pausa" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "pausa" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: /ˈpawsa/.
Η λέξη "pausa" σημαίνει μια σύντομη διακοπή σε μια δραστηριότητα, όπως ομιλία, μουσική ή εργασία. Χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορα συμφραζόμενα για να δηλώσει μια περίοδο κατά την οποία κάποια ενέργεια σταματά προσωρινά. Η χρήση της "pausa" είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Es importante hacer una pausa durante el estudio.
Είναι σημαντικό να κάνεις μια παύση κατά τη διάρκεια της μελέτης.
La música tiene una pausa antes del estribillo.
Η μουσική έχει μια παύση πριν το ρεφρέν.
Necesitamos una pausa para tomar un café.
Χρειαζόμαστε μια παύση για να πιούμε έναν καφέ.
Η λέξη "pausa" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Μπορείς να το χρησιμοποιήσεις όταν χρειάζεσαι λίγο χρόνο για να ξεκουραστείς.
Pausa de reflexión.
Παύση για στοχασμό.
Χρησιμοποιείται όταν χρειάζεσαι χρόνο για να σκεφτείς πριν από μια απόφαση.
Hacer una pausa dramática.
Να κάνεις μια δραματική παύση.
Χρησιμοποιείται συνήθως στο θέατρο ή την αφήγηση για να ενισχύσει την ένταση.
Una pausa en la rutina.
Μια παύση στη ρουτίνα.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια μέρα διακοπής από την καθημερινότητα.
Pausa para el café.
Παύση για καφέ.
Η λέξη "pausa" προέρχεται από τη λατινική λέξη "pausa", που σημαίνει "διακοπή" ή "παύση". Το ίδιο αντίκρυσμα υπάρχει και σε πολλές άλλες γλώσσες, υποδηλώνοντας κοινή πολιτισμική αντίληψη για την ανάγκη διακοπών κατά τη διάρκεια δραστηριοτήτων.