«Pavimento» είναι ουσιαστικό.
/paviˈmento/
Η λέξη «pavimento» αναφέρεται γενικά σε οποιαδήποτε επιφάνεια δαπέδου ή οδοστρώματος, η οποία μπορεί να είναι είτε εσωτερική (όπως το δάπεδο ενός κτιρίου) είτε εξωτερική (όπως η επιφάνεια ενός δρόμου). Χρησιμοποιείται τόσο σε τεχνικά κείμενα όσο και στον καθημερινό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, κυρίως στον προφορικό λόγο στην καθημερινή ζωή και στους τομείς της κατασκευής και της αρχιτεκτονικής.
El pavimento de la cocina es de cerámica.
(Το δάπεδο της κουζίνας είναι από κεραμικό.)
El pavimento de la calle está en mal estado.
(Η επιφάνεια του δρόμου είναι σε κακή κατάσταση.)
Η λέξη «pavimento» δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε κάποιες εκφράσεις που σχετίζονται με το δάπεδο και την επιφάνεια του εδάφους.
«Pavimento de cristal»
(Δάπεδο από γυαλί)
Η φράση αυτή χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν τύπο δαπέδου που έχει διαφάνεια ή είναι φτιαγμένο από γυαλί, συχνά σε μοντέρνα αρχιτεκτονική.
«Cambiar el pavimento»
(Να αλλάξω το δάπεδο)
Αυτή η φράση αναφέρεται στη διαδικασία ανακαίνισης ή ανανέωσης του δαπέδου σε κάποιο χώρο.
«Pavimento resbaladizo»
(Ολισθηρό δάπεδο)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια επικίνδυνη κατάσταση σε χώρους όπου το δάπεδο μπορεί να προκαλέσει πτώσεις.
Η λέξη «pavimento» προέρχεται από το λατινικό «pavimentum», που σημαίνει «να πατάω» ή «να πάω κίνηση μέσω». Ανάγεται στο ρήμα «pavire», που σημαίνει «να καλύπτω με πέτρα ή άλλο υλικό».