Payaso είναι ένα ουσιαστικό θηλυκού γένους (el payaso).
/phai̯ˈa.so/
Στα ισπανικά, η λέξη payaso αναφέρεται στον κλόουν, κάποιος που διασκεδάζει το κοινό, συνήθως σε παραστάσεις όπως τσίρκο ή θεατρικά έργα. Η χρήση της λέξης είναι συχνή σε προφορικό και γραπτό λόγο, ειδικά σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την ψυχαγωγία, την παιδική διασκέδαση ή την τέχνη.
Ο κλόουν έκανε όλα τα παιδιά να γελάσουν στη γιορτή.
Los payasos son una parte importante del circo.
Η λέξη payaso χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις. Παρακάτω είναι μερικές τέτοιες φράσεις:
Μην κάνεις τον κλόουν. (Σημαίνει να σταματήσεις να κάνεις χαζομάρες ή να φέρεσαι ανόητα)
¡Qué payaso eres!
Τι κλόουν είσαι! (Χρησιμοποιείται συνήθως για να χαρακτηριστεί κάποιος ως αστείος ή γελοίος)
Hacer payasadas.
Κάνω κλωσάδια. (Σημαίνει να κάνεις ανόητες ή γελοίες ενέργειες)
El payaso de la clase.
Ο κλόουν της τάξης. (Αναφέρεται σε κάποιον που πάντα προσπαθεί να είναι αστείος ή να τραβάει την προσοχή)
Es un payaso, pero es divertido.
Η λέξη payaso προέρχεται από το λατινικό "pāgīnus" που σημαίνει "να ενθουσιάζει" ή "να γελάει". Εξελίχθηκε μέσω των πρότυπων ισπανικών εκφράσεων σε κλόουν ή γελωτοποιό με την έννοια της ψυχαγωγίας και της αστείας παρουσίας.
Συνώνυμα: - cómico (κωμικός) - bufón (γιόκερ)
Αντώνυμα: - serio (σοβαρός) - formal (επίσημος)
Αυτή είναι μια αναλυτική παρουσίαση της λέξης "payaso" με παραδείγματα και χρήσεις της στην ισπανική γλώσσα.