paz είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: /pas/
Η λέξη paz αναφέρεται στην κατάσταση ή την κατάσταση της έλλειψης σύγκρουσης, του πολέμου ή της αναταραχής. Χρησιμοποιείται σε κοινωνικό και πολιτιστικό πλαίσιο για να εκφράσει τις αξίες της αρμονίας και της συμφωνίας. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, συχνά στα πλαίσια συζητήσεων σχετικά με κοινωνικά ή πολιτικά θέματα.
La paz es fundamental para el desarrollo de cualquier sociedad.
(Η ειρήνη είναι θεμελιώδης για την ανάπτυξη οποιασδήποτε κοινωνίας.)
Necesitamos encontrar un camino hacia la paz.
(Χρειαζόμαστε να βρούμε έναν δρόμο προς την ειρήνη.)
La paz mundial debería ser nuestro objetivo común.
(Η παγκόσμια ειρήνη θα έπρεπε να είναι ο κοινός μας στόχος.)
Hacer las paces
(Να κάνουμε ειρήνη) – Εννοεί να συμφιλιωθούμε μετά από μια διαμάχη.
Ejemplo: Después de una larga discusión, decidieron hacer las paces.
(Αφού είχαν μια μακρά συζήτηση, αποφάσισαν να κάνουν ειρήνη.)
Vivir en paz
(Να ζούμε σε ειρήνη) – Αναφέρεται στο να ζούμε χωρίς συγκρούσεις ή προβλήματα.
Ejemplo: Todos deseamos vivir en paz y armonía.
(Όλοι επιθυμούμε να ζούμε σε ειρήνη και αρμονία.)
Estar en paz consigo mismo
(Να είσαι ειρηνικός με τον εαυτό σου) – Να έχεις εσωτερική ηρεμία.
Ejemplo: Es importante estar en paz consigo mismo para poder afrontar los retos de la vida.
(Είναι σημαντικό να είσαι ειρηνικός με τον εαυτό σου για να μπορέσεις να αντιμετωπίσεις τις προκλήσεις της ζωής.)
Η λέξη paz προέρχεται από το λατινικό "pax", το οποίο σημαίνει "ειρήνη". Η χρήση της λέξης έχει παραμείνει σταθερή σε πολλές ρομαντικές γλώσσες, διατηρώντας την έννοια της αρμονίας και της ειρηνικής συνύπαρξης.