Η λέξη "pecado" είναι ένα ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "pecado" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /peˈkaðo/.
Η λέξη "pecado" μεταφράζεται στα ελληνικά ως "αμάρτημα" ή "παράπτωμα".
Η λέξη "pecado" αναφέρεται σε μια πράξη που θεωρείται ηθικά κακή ή λάθος, συχνά με θρησκευτική σημασία. Χρησιμοποιείται στους τομείς της φιλοσοφίας, της ηθικής και της θεολογίας. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, κυρίως σε προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτό πλαίσιο, ιδίως στα θρησκευτικά κείμενα.
El orgullo es un pecado que puede destruir relaciones.
(Η υπερηφάνεια είναι ένα αμάρτημα που μπορεί να καταστρέψει σχέσεις.)
Cometer un pecado no significa que no se pueda redimir.
(Η διάπραξη ενός αμαρτήματος δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να σωθεί.)
En la religión, se nos enseña a arrepentirnos de nuestros pecados.
(Στη θρησκεία, μας διδάσκεται να μετανιώνουμε για τα αμαρτήματά μας.)
Η λέξη "pecado" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
"Es un pecado no disfrutar de la vida."
(Είναι αμάρτημα να μην απολαμβάνεις τη ζωή.)
"No hay mayor pecado que arrepentirse tarde."
(Δεν υπάρχει μεγαλύτερο αμάρτημα από το να μετανιώνεις αργά.)
"Los pequeños pecados son los que nos llevan a los grandes."
(Η μικρή αμαρτία είναι εκείνη που μας οδηγεί στις μεγάλες.)
"Hacer un pecado es humano, pero perdonarse es divino."
(Να διαπράττεις ένα αμάρτημα είναι ανθρώπινο, αλλά να συγχωρείς είναι θεϊκό.)
Η λέξη "pecado" προέρχεται από το λατινικό "peccatum," που σημαίνει "λάβω μια αμαρτία" ή "παράβλεψη."