Pecador είναι ένα ουσιαστικό.
/peˈkaðoɾ/
Η λέξη pecador αναφέρεται σε ένα άτομο που διαπράττει αμαρτίες ή παραπτώματα. Συχνά χρησιμοποιείται σε θρησκευτικά ή ηθικά συμφραζόμενα για να περιγράψει κάποιον που έχει παραβιάσει τους ηθικούς κανόνες ή τις διδασκαλίες μιας πίστης. Στη γλωσσα των Ισπανών, η λέξη είναι συχνή και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, συχνά σε συζητήσεις που αφορούν τη θρησκεία ή την ηθική.
El pecador siempre busca el perdón.
(Ο αμαρτωλός πάντα αναζητά τη συγχώρεση.)
Aunque era un pecador, encontró la redención.
(Αν και ήταν αμαρτωλός, βρήκε τη σωτηρία.)
La historia del pecador y su arrepentimiento es conmovedora.
(Η ιστορία του αμαρτωλού και της μετάνοιάς του είναι συγκινητική.)
Η λέξη pecador δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κλασικές εκφράσεις ή παραδείγματα που αναφέρονται στη θρησκευτική ή ηθική κατάσταση κάποιου.
“El pecador es el que siempre culpa a los demás.”
(Ο αμαρτωλός είναι αυτός που πάντα κατηγορεί τους άλλους.)
“No hay pecador que no tenga un corazón arrepentido.”
(Δεν υπάρχει αμαρτωλός που να μην έχει μια μετανοημένη καρδιά.)
"El pecador y el justo, en el juicio final, son iguales."
(Ο αμαρτωλός και ο δίκαιος, στην τελική κρίση, είναι ίσοι.)
Η λέξη pecador προέρχεται από το λατινικό peccator, το οποίο σημαίνει "αυτός που αμαρτάνει".
culpable (ένοχος)
Αντώνυμα: