pecar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

pecar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "pecar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/phɛˈkaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "pecar" αναφέρεται στη διάπραξη αμαρτίας ή την πράξη του να κάνεις κάτι ηθικά ή νομικά λάθος. Χρησιμοποιείται συχνά σε θρησκευτικά και ηθικά πλαίσια, αλλά και σε καθημερινές συζητήσεις για υποδηλώσει την πράξη της παραβίασης κανόνων ή συνηθειών.

Συχνότητα χρήσης

Η λέξη "pecar" είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο σε θρησκευτικά ή ηθικά συμφραζόμενα, αλλά χρησιμοποιείται επίσης και σε γραπτές μορφές.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. No debes pecar si quieres ser una buena persona.
    (Δεν πρέπει να αμαρτήσεις αν θέλεις να είσαι καλή άνθρωπος.)

  2. Todos cometemos errores, pero debemos arrepentirnos de pecar.
    (Όλοι κάνουμε λάθη, αλλά πρέπει να μετανιώσουμε για να αμαρτήσουμε.)

  3. Pecar es parte de la naturaleza humana.
    (Η αμαρτία είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "pecar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:

  1. Pecar de ingenuo.
    (Αμαρτάνω από αφέλεια.)
    → Χρησιμοποιείται για να δηλώσει κάποιον που είναι υπερβολικά αθώος ή εύπιστος.

  2. Pecar por exceso.
    (Αμαρτάνω από υπερβολή.)
    → Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση όπου κάποιος υπερβαίνει τα όρια.

  3. Pecar de orgulloso.
    (Αμαρτάνω από υπερηφάνεια.)
    → Αναφέρεται στην υπερηφάνεια που μπορεί να οδηγήσει σε λάθη.

  4. No pecar es imposible.
    (Δεν είναι δυνατόν να μην αμαρτήσεις.)
    → Συχνά χρησιμοποιείται για να εκφράσει την ανθρώπινη αδυναμία.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "pecar" προέρχεται από το λατινικό "peccare," που σημαίνει "να αμαρτάνω" ή "να κάνω λάθος." Η ρίζα αυτή συνδέεται με έννοιες της ηθικής και της αμαρτίας.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



23-07-2024