Το "pecho" είναι ουσιαστικό (sustantivo) στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή του "pecho" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /ˈpet͡ʃo/.
Η λέξη "pecho" σημαίνει κυρίως "στήθος" ή "θώρακας". Χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανών για να αναφέρεται στην περιοχή του σώματος που περιλαμβάνει το στήθος, καθώς και σε ιατρικά συμφραζόμενα (για παράδειγμα: "πόνος στο στήθος"). Η συχνότητά της είναι υψηλή, ενώ χρησιμοποιείται περισσότερο στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα, κυρίως σε ιατρικά και ανατομικά συμφραζόμενα.
Ο παππούς μου έχει προβλήματα με το στήθος.
Es importante cuidar del pecho durante el ejercicio.
Είναι σημαντικό να φροντίζεις το στήθος κατά τη διάρκεια της άσκησης.
Ella se puso una bufanda para proteger su pecho del frío.
Η λέξη "pecho" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Χρειαζόμαστε να δείξουμε θάρρος μπροστά στις προκλήσεις.
Con el pecho por delante - Με θάρρος ή αυθάδης στάση.
Μπήκε στη συνάντηση με θάρρος, έτοιμος να υπερασπιστεί τις ιδέες του.
Pechito frío - Κάποιος που δεν δείχνει ενδιαφέρον ή συναισθήματα.
Η λέξη "pecho" προέρχεται από το Λατινικό "pectus, pectoris", που σημαίνει "στήθος" ή "θώρακας".
Συνώνυμα - tórax (θώρακας) - pecho femenino (γυναικείο στήθος)
Αντώνυμα - espalda (πλάτη) - abdomen (κοιλιά)