Η λέξη "peculiaridad" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/pɛku̯li̯aɾiˈðad/
Η λέξη "peculiaridad" αναφέρεται σε μια χαρακτηριστική ή μοναδική πτυχή που διακρίνει κάτι από τα υπόλοιπα. Χρησιμοποιείται ευρέως τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντάται συχνότερα σε πιο επίσημα ή ακαδημαϊκά συμφραζόμενα. Η χρήση της σε καθημερινές συνομιλίες παραμένει ωστόσο κοινή, κυρίως για να τονιστούν οι μοναδικές πτυχές ενός ατόμου ή μιας κατάστασης.
La peculiaridad de su personalidad lo hace único.
(Η ιδιαιτερότητα της προσωπικότητάς του τον καθιστά μοναδικό.)
La peculiaridad de este lugar atrae a muchos turistas.
(Η ιδιαιτερότητα αυτού του τόπου προσελκύει πολλούς τουρίστες.)
Η λέξη “peculiaridad” εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Cada persona tiene su peculiaridad.
(Κάθε άτομο έχει την ιδιαιτερότητά του.)
La peculiaridad de su estilo es inconfundible.
(Η ιδιαιτερότητα του στυλ του είναι αναγνωρίσιμη.)
No todas las culturas tienen la misma peculiaridad.
(Όλες οι κουλτούρες δεν έχουν την ίδια ιδιαιτερότητα.)
Su peculiaridad es lo que más le gusta a la gente.
(Η ιδιαιτερότητά του είναι αυτό που αρέσει περισσότερο στους ανθρώπους.)
La peculiaridad de esta tradición es fascinante.
(Η ιδιαιτερότητα αυτής της παράδοσης είναι συναρπαστική.)
Η λέξη "peculiaridad" προέρχεται από το επίθετο "peculiar", που σημαίνει "ιδιότυπος" ή "χωριστός", που με τη σειρά του προέρχεται από τη λατινική λέξη "peculiaris", που σημαίνει "ιδιόκτητος" ή "χωριστός".
Αυτές οι πληροφορίες δίνουν μια καλή ανασκόπηση της λέξης "peculiaridad" και της χρήσης της στην ισπανική γλώσσα.