Ρήμα ή ουσιαστικό (ανάλογα με το πλαίσιο).
/pɛˈdal/
Η λέξη "pedal" αναφέρεται κυρίως σε μηχανικά μέρη που χρησιμοποιούνται για την κίνηση μηχανημάτων, όπως ποδήλατα ή πιάνα. Είναι αρκετά συχνά χρησιμοποιούμενη τόσο στην καθημερινή ομιλία όσο και σε τεχνικά κείμενα. Στον προφορικό λόγο χρησιμοποιείται ευρέως, καθώς αναφέρεται σε κοινές δραστηριότητες που περιλαμβάνουν τη χρήση ποδηλάτων ή άλλων μηχανημάτων που απαιτούν πεντάλια.
Ella pedaleó durante horas en su bicicleta.
(Αυτή ποδηλάτησε για ώρες στο ποδήλατό της.)
Es importante saber cómo utilizar el pedal del piano correctamente.
(Είναι σημαντικό να ξέρουμε πώς να χρησιμοποιούμε σωστά το πεντάλ του πιάνου.)
Η λέξη "pedal" εμφανίζεται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την ταχύτητα ή την ενέργεια.
A fondo de pedal
(Μέχρι το τέρμα του πεντάλ) - Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος δίνει το 100% της προσπάθειάς του.
Ejemplo: Tienes que ir a fondo de pedal si quieres ganar la carrera.
(Πρέπει να δώσεις το 100% αν θέλεις να κερδίσεις τον αγώνα.)
Poner el pedal al máximo
(Να βάλεις το πεντάλ στο μέγιστο) - Σημαίνει να αυξήσεις την ταχύτητα ή την προσπάθεια.
Ejemplo: En este proyecto, tenemos que poner el pedal al máximo para cumplir con los plazos.
(Σε αυτό το έργο, πρέπει να βάλουμε το πεντάλ στο μέγιστο για να τηρήσουμε τις προθεσμίες.)
Η λέξη "pedal" προέρχεται από το λατινικό "pedale", που σημαίνει "σχετικό με το πόδι". Συνδέεται στενά με τη λειτουργία που εκτελεί το πόδι στο μηχανικό σύστημα.
Συνώνυμα: - Pérdida (λεγόμενο πεντάλ στη μουσική)
Αντώνυμα: - Στιγμιαία ακινησία ή stagnar (όταν δεν χρησιμοποιείται το πεντάλ σε κυλιόμενα μηχανήματα).