Το "pedante" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: [peˈdante]
Η λέξη "pedante" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο που επιδεικνύει γνώση με έναν υπερβολικά εγωιστικό ή κομπαστικό τρόπο. Συχνά έχει αρνητική χροιά, υπονοώντας ότι το άτομο προσπαθεί να δείξει ότι είναι πιο έξυπνο ή περισσότερο γνώστης από άλλους.
Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στους δύο τύπους λόγου, προφορικό και γραπτό. Ωστόσο, είναι πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο, σε κείμενα που αναλύουν χαρακτήρες ή συμπεριφορές.
"No seas tan pedante al explicar las cosas."
"Μην είσαι τόσο κομπαστικός όταν εξηγείς τα πράγματα."
"Su actitud pedante hizo que muchos se sintieran incómodos."
"Η κομπαστική του στάση έκανε πολλούς να νιώθουν άβολα."
"El maestro pedante siempre intenta impresionar a sus alumnos."
"Ο κομπαστικός δάσκαλος πάντα προσπαθεί να εντυπωσιάσει τους μαθητές του."
Η λέξη "pedante" δεν έχει πολλές ιδιωματικές φράσεις, αλλά χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει χαρακτηριστικά:
"El pedante de la clase cree que sabe más que todos."
"Ο κομπαστικός της τάξης νομίζει ότι ξέρει περισσότερα από όλους."
"A veces es mejor no ser tan pedante."
"Μερικές φορές είναι καλύτερα να μην είσαι τόσο κομπαστικός."
"Ese tipo tiene un aire pedante que resulta muy molesto."
"Αυτός ο τύπος έχει μια κομπαστική ατμόσφαιρα που είναι πολύ ενοχλητική."
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "pădāns", που σημαίνει "πάνω από το έδαφος" ή "υπερηφάνως". Συνδέεται με την έννοια του να επιδεικνύει γνώσεις ή ικανότητες.