Pedernal είναι ένα ουσιαστικό.
/pe.ˈdeɾ.nal/
Pedernal αναφέρεται σε μια μορφή σκληρής πέτρας, συνήθως πυριτόλιθου, που χρησιμοποιείται παραδοσιακά για την κατασκευή εργαλείων και αντικείμενων που απαιτούν κοπή ή χτυπητό υλικό. Επίσης, μπορεί να αναφέρεται σε έναν τύπο φυσικής πέτρας που μπορεί να παράγει προσανάμματα όταν χτυπηθεί με μέταλλο. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε γεωλογικό και προϊστορικό πλαίσιο.
Χρησιμότητα: Χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο, σε επιστημονικά και εκπαιδευτικά κείμενα. Η συχνότητά της είναι μέση στα γενικά κείμενα, αλλά αυξάνεται σε τεχνικούς τομείς.
Η πυρίμαχος χρησιμοποιείται για να παράγει σπινθήρα στη φωτιά.
Los antiguos humanos usaban pedernal para crear herramientas.
Η λέξη pedernal συχνά χρησιμοποιείται σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την πυρίμαχο και τη δημιουργικότητα.
Μετάφραση: "Να βγάλεις σπινθήρα από την πέτρα πυρός." Δηλώνει την ικανότητα να δημιουργήσεις κάτι εξαιρετικό από απλά ή διαθέσιμα υλικά.
"No hay pedernal que no produzca humo"
Μετάφραση: "Δεν υπάρχει πέτρα πυρός που να μην παράγει καπνό." Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάθε δράση έχει συνέπειες ή ότι κάθε προσπάθεια έχει ένα αποτέλεσμα.
"Con pedernal y acero, se forjan los mejores caminos"
Η λέξη pedernal προέρχεται από τη λατινική λέξη petra, που σημαίνει πέτρα, και σχετίζεται με τη σκληρότητα και την αντοχή του υλικού.
Συνώνυμα: - Sílex - Pedra de fuego
Αντώνυμα: - Arcilla (πρώτον, πηλός, που είναι μαλακός και δεν έχει σκληρότητα)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη pedernal και τη χρήση της στο Ισπανικά.