Το "pedimento" είναι ουσιαστικό (sustantivo) στον ίσαπαντικό τύπο.
Φωνητική μεταγραφή: [pe.ði.ˈmen.to]
Η λέξη "pedimento" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να δηλώσει ένα επίσημο αίτημα ή αίτηση που προορίζεται σε κάποιον ή σε μια αρχή. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα του δικαίου και της διοίκησης. Αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε γραπτό και προφορικό λόγο, οι νομικές και διοικητικές αναφορές κάνουν τη χρήση της πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο.
Ο δικηγόρος υπέβαλε ένα αίτημα ενώπιον του δικαστή.
Necesitamos un pedimento para obtener la licencia.
Η λέξη "pedimento" μπορεί να εμφανίζεται και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και οι ιδιωματικές εκφράσεις είναι περιορισμένες. Ωστόσο, ακολουθούν παραδείγματα χρήσης της σε διάφορες φράσεις:
"Αποφάσισα να κάνω αίτημα στον προϊστάμενό μου για αύξηση μισθού."
El pedimento fue rechazado sin explicación.
"Το αίτημα απορρίφθηκε χωρίς εξήγηση, κάτι που ήταν πολύ απογοητευτικό."
Modificar un pedimento ya presentado.
Η λέξη "pedimento" προέρχεται από το ρήμα "pedir", που σημαίνει "να ζητάς" ή "να αιτείσαι". Η κατάληξη "-mento" δηλώνει τη διαδικασία ή το αποτέλεσμα της πράξης.
Συνώνυμα: - Solicitud (αίτηση) - demanda (αίτημα)
Αντώνυμα: - Oferta (προσφορά, σε ορισμένα περιβάλλοντα όπου η προσφορά μπορεί να είναι αντίθετη από την αίτηση)