Η λέξη "pedo" στα Ισπανικά είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "pedo" είναι: /ˈpe.ðo/
Η λέξη "pedo" μπορεί να μεταφραστεί ως "πούτσος" ή "κόπρος" ανάλογα με το πλαίσιο.
Η λέξη "pedo" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να αναφερθεί είτε στο ανδρικό γεννητικό όργανο (σε οικείες ή αθυρόστομες καταστάσεις) είτε για να αναφερθεί σε βρώμικα πράγματα (κόπρος). Η χρήση του "pedo" είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο και σε καθημερινές καταστάσεις, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε γραπτά κείμενα με πιο χαλαρό ύφος.
Mi perro hizo un pedo en la sala.
(Ο σκύλος μου έκανε ένα κόπρο στο σαλόνι.)
Él siempre habla de manera grosera, como si tuviera un pedo en la boca.
(Αυτός πάντα μιλάει με χυδαίο τρόπο, σαν να έχει έναν πούτσο στο στόμα του.)
Στα Ισπανικά, η λέξη "pedo" είναι μέρος αρκετών ιδιωματικών εκφράσεων. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
Estar en pedo: Σημαίνει να είσαι μεθυσμένος.
Ejemplo: Anoche, después de tantas copas, terminé en pedo.
(Χθες το βράδυ, μετά από τόσα ποτά, κατέληξα μεθυσμένος.)
Pedo de algún lado: Αναφέρεται σε πρόβλημα ή αναστάτωση.
Ejemplo: Siempre hay un pedo de algún lado en esta oficina.
(Πάντα υπάρχει κάποιο πρόβλημα από κάπου σε αυτό το γραφείο.)
Hacer pedo: Να προκαλείς αναστάτωση ή να κάνεις θόρυβο.
Ejemplo: No hagas pedo con el coche, por favor.
(Μη κάνεις θόρυβο με το αυτοκίνητο, παρακαλώ.)
Η λέξη "pedo" προέρχεται από το λατινικό "pētō" που σημαίνει "απέκκριση" ή "αποβολή".
Με την παραπάνω ανάλυση, έχουμε καλύψει τη λέξη "pedo" με πληρότητα.