Pedregoso είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης είναι: /pe.ðɾeˈɣo.so/
Η λέξη "pedregoso" αναφέρεται σε κάτι που είναι γεμάτο πέτρες ή είναι βραχώδες. Χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει εδάφη, περιοχές ή επιφάνειες που περιέχουν πολλές πέτρες. Η συχνότητα χρήσης της είναι πιο κοινή στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε περιγραφές τοπίων ή γεωλογικών χαρακτηριστικών.
El camino es muy pedregoso y difícil de recorrer.
(Ο δρόμος είναι πολύ πετρώδης και δύσκολος να διασχιστεί.)
La playa tiene un fondo pedregoso, perfecto para el buceo.
(Η παραλία έχει έναν πετρώδη πυθμένα, τέλειο για καταδύσεις.)
Los animales viven en un hábitat pedregoso que les proporciona refugio.
(Τα ζώα ζουν σε ένα πετρώδες οικοσύστημα που τους παρέχει καταφύγιο.)
Η λέξη "pedregoso" δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορες περιγραφικές φράσεις που αναφέρονται σε πιο γενικές καταστάσεις.
El camino pedregoso refleja las dificultades del viaje.
(Ο πετρώδης δρόμος αντανακλά τις δυσκολίες του ταξιδιού.)
En la vida a veces hay que caminar por senderos pedregosos.
(Στη ζωή μερικές φορές πρέπει να περπατάμε σε πετρώδεις δρόμους.)
Ella siempre encuentra belleza en lo pedregoso de la naturaleza.
(Αυτή πάντα βρίσκει ομορφιά στο πετρώδες της φύσης.)
Η λέξη "pedregoso" προέρχεται από το ουσιαστικό "piedra" (πέτρα) με την προσθήκη του κατάληξης "-oso", που σημαίνει "γεμάτος από" ή "με πολλές". Έτσι, "pedregoso" κυριολεκτικά σημαίνει "γεμάτος πέτρες".
Συνώνυμα: - Rocoso (βραχώδης) - Pedroso (πετρώδης)
Αντώνυμα: - Suave (μαλακός) - Llano (ισοπεδωμένος)