pegada - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

pegada (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "pegada" είναι ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "pegada" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /peˈɡaða/.

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "pegada" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - κολλώδης - προσκόλληση - πεταλήσια (στην τέχνη ή στον αθλητισμό)

Σημασία της λέξης

Η "pegada" αναφέρεται στη διαδικασία ή το αποτέλεσμα του να κολλήσει ή να στερεωθεί κάτι σε μία επιφάνεια. Χρησιμοποιείται συχνά στις καθημερινές συνομιλίες, σε τομείς όπως η τέχνη, ο αθλητισμός, και οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα

  1. La pegada de la pintura es muy fuerte.
  2. Η κολλητικότητα της ζωγραφιάς είναι πολύ δυνατή.

  3. Este accesorio tiene una buena pegada en la pared.

  4. Αυτό το αξεσουάρ έχει καλή προσκόλληση στον τοίχο.

  5. La pegada del balón en el suelo fue impresionante.

  6. Η προσγείωση της μπάλας στο έδαφος ήταν εντυπωσιακή.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η "pegada" χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά. Ακολουθούν μερικές από αυτές με παραδείγματα:

  1. Tener buena pegada
  2. Ελληνική μετάφραση: Να έχεις καλή προσκόλληση/επιτυχία.
  3. Πρόταση: El equipo tiene buena pegada en el campeonato.
  4. Η ομάδα έχει καλή επιτυχία στο πρωτάθλημα.

  5. Dejar una pegada

  6. Ελληνική μετάφραση: Να αφήνεις μια εντύπωση.
  7. Πρόταση: Siempre deja una pegada en los lugares que visita.
  8. Πάντα αφήνει μια εντύπωση στα μέρη που επισκέπτεται.

  9. Dar una pegada

  10. Ελληνική μετάφραση: Να κάνεις μια κίνηση ή ενέργεια που τραβά την προσοχή.
  11. Πρόταση: Su actuación dio una pegada al desfile.
  12. Η εμφάνισή του τράβηξε την προσοχή στην παρέλαση.

Ετυμολογία

Η λέξη "pegada" προέρχεται από το ρήμα "pegar", που σημαίνει "να κολλώ", "να συσχετίσω". Έχει ρίζες από το λατινικό "pĕgāre".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - adherencia (προσκόλληση) - unión (ένωση)

Αντώνυμα: - despegue (ξεκόλλημα) - separación (διαχωρισμός)



23-07-2024