Η λέξη "pegado" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "pegado" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /peˈɣa.ðo/
Η λέξη "pegado" προέρχεται από το ρήμα "pegar", που σημαίνει να κολλήσεις ή να συνδέσεις. Στην ισπανική γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κάτι που είναι φυσικά κολλημένο ή στερεωμένο σε μια άλλη επιφάνεια. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται σε προφορικό και γραπτό λόγο, αν και πιο συχνά στο προφορικό.
El papel está pegado a la pared.
(Το χαρτί είναι κολλημένο στον τοίχο.)
Necesito un pegamento para que esté pegado.
(Χρειάζομαι μια κόλλα για να παραμείνει κολλημένο.)
El niño está pegado a su tablet.
(Το παιδί είναι κολλημένο στο ταμπλέτα του.)
Η λέξη "pegado" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που περνάει πολύ χρόνο με το τηλέφωνο.
Tener el corazón pegado a alguien.
(Έχω την καρδιά κολλημένη σε κάποιον.)
Δείχνει έναν ισχυρό συναισθηματικό δεσμό με κάποιον.
Pegado a la computadora.
(Κολλημένος στον υπολογιστή.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που περνάει πολύ χρόνο στον υπολογιστή.
Estar pegado a la realidad.
(Να είσαι κολλημένος στην πραγματικότητα.)
Σημαίνει να είσαι ρεαλιστής και να μην είσαι απομακρυσμένος από την αλήθεια.
Venir pegado.
(Να έρθεις κολλημένος.)
Η λέξη "pegado" προέρχεται από το ρήμα "pegar", το οποίο σημαίνει "να κολλήσεις" ή "να χτυπήσεις". Προέρχεται από τη λατινική λέξη "pāgāre", η οποία σημαίνει να προσκολλάς ή να επιβάλεις.
Συνώνυμα: - adherido (κολλημένος) - unido (ενωμένος)
Αντώνυμα: - despegado (ξεκολλημένος) - suelto (χαλαρός, ελεύθερος)