pegado - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

pegado (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "pegado" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "pegado" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /peˈɣa.ðo/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "pegado" προέρχεται από το ρήμα "pegar", που σημαίνει να κολλήσεις ή να συνδέσεις. Στην ισπανική γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει κάτι που είναι φυσικά κολλημένο ή στερεωμένο σε μια άλλη επιφάνεια. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται σε προφορικό και γραπτό λόγο, αν και πιο συχνά στο προφορικό.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El papel está pegado a la pared.
    (Το χαρτί είναι κολλημένο στον τοίχο.)

  2. Necesito un pegamento para que esté pegado.
    (Χρειάζομαι μια κόλλα για να παραμείνει κολλημένο.)

  3. El niño está pegado a su tablet.
    (Το παιδί είναι κολλημένο στο ταμπλέτα του.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "pegado" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

  1. Estar pegado al teléfono.
    (Να είσαι κολλημένος στο τηλέφωνο.)
  2. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που περνάει πολύ χρόνο με το τηλέφωνο.

  3. Tener el corazón pegado a alguien.
    (Έχω την καρδιά κολλημένη σε κάποιον.)

  4. Δείχνει έναν ισχυρό συναισθηματικό δεσμό με κάποιον.

  5. Pegado a la computadora.
    (Κολλημένος στον υπολογιστή.)

  6. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που περνάει πολύ χρόνο στον υπολογιστή.

  7. Estar pegado a la realidad.
    (Να είσαι κολλημένος στην πραγματικότητα.)

  8. Σημαίνει να είσαι ρεαλιστής και να μην είσαι απομακρυσμένος από την αλήθεια.

  9. Venir pegado.
    (Να έρθεις κολλημένος.)

  10. Συχνά χρησιμοποιείται όταν κανείς έρχεται μαζί με κάποιον άλλο ή με μια ομάδα.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "pegado" προέρχεται από το ρήμα "pegar", το οποίο σημαίνει "να κολλήσεις" ή "να χτυπήσεις". Προέρχεται από τη λατινική λέξη "pāgāre", η οποία σημαίνει να προσκολλάς ή να επιβάλεις.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - adherido (κολλημένος) - unido (ενωμένος)

Αντώνυμα: - despegado (ξεκολλημένος) - suelto (χαλαρός, ελεύθερος)



22-07-2024