pegamento - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

pegamento (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "pegamento" είναι ένα ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /pe.ɡaˈmen.to/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "pegamento" αναφέρεται σε μια ουσία που χρησιμοποιείται για να συγκολλήσει ή να ενωθεί δύο ή περισσότερες επιφάνειες. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στο γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο, με πιο συχνές αναφορές σε περιβάλλοντα όπως η εκπαίδευση, η χειροτεχνία και η βιομηχανία.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El pegamento se secó muy rápido.
    (Η κόλλα στέγνωσε πολύ γρήγορα.)

  2. Necesito pegar estos papeles con pegamento.
    (Χρειάζομαι να κολλήσω αυτά τα χαρτιά με κόλλα.)

  3. Este pegamento es ideal para hacer manualidades.
    (Αυτή η κόλλα είναι ιδανική για να φτιάχνει κάποιος χειροτεχνίες.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "pegamento" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιαίτερες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με διάφορες εκφράσεις που περιγράφουν τη διαδικασία κολλήματος ή την ένωση:

  1. Pegar con pegamento.
    (Να κολλήσεις με κόλλα.)
  2. Αυτό αναφέρεται απλά στη διαδικασία συγκόλλησης.

  3. No todo se pega con pegamento.
    (Όχι τα πάντα κολλούν με κόλλα.)

  4. Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει ότι δεν όλα τα πράγματα μπορούν να διορθωθούν ή να συνδυαστούν εύκολα.

  5. Echar pegamento en una relación.
    (Να ρίξεις κόλλα σε μια σχέση.)

  6. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μεταφορά για το πώς να κρατήσεις μια σχέση ενωμένη.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "pegamento" προέρχεται από το ρήμα "pegar", που σημαίνει "να κολλήσεις" ή "να ενωθείς". Το επίθημα "-mento" σχηματίζει ουσιαστικά που αναφέρονται σε μια διαδικασία ή κατάσταση.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - adhesivo (κολλητική ουσία) - cola (κόλλα)

Αντώνυμα: - separación (διαχωρισμός) - despegue (ξεκόλλημα)



23-07-2024