Το "pegamento" είναι ένα ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /pe.ɡaˈmen.to/
Η λέξη "pegamento" αναφέρεται σε μια ουσία που χρησιμοποιείται για να συγκολλήσει ή να ενωθεί δύο ή περισσότερες επιφάνειες. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στο γραπτό όσο και στον προφορικό λόγο, με πιο συχνές αναφορές σε περιβάλλοντα όπως η εκπαίδευση, η χειροτεχνία και η βιομηχανία.
El pegamento se secó muy rápido.
(Η κόλλα στέγνωσε πολύ γρήγορα.)
Necesito pegar estos papeles con pegamento.
(Χρειάζομαι να κολλήσω αυτά τα χαρτιά με κόλλα.)
Este pegamento es ideal para hacer manualidades.
(Αυτή η κόλλα είναι ιδανική για να φτιάχνει κάποιος χειροτεχνίες.)
Η λέξη "pegamento" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιαίτερες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με διάφορες εκφράσεις που περιγράφουν τη διαδικασία κολλήματος ή την ένωση:
Αυτό αναφέρεται απλά στη διαδικασία συγκόλλησης.
No todo se pega con pegamento.
(Όχι τα πάντα κολλούν με κόλλα.)
Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δηλώσει ότι δεν όλα τα πράγματα μπορούν να διορθωθούν ή να συνδυαστούν εύκολα.
Echar pegamento en una relación.
(Να ρίξεις κόλλα σε μια σχέση.)
Η λέξη "pegamento" προέρχεται από το ρήμα "pegar", που σημαίνει "να κολλήσεις" ή "να ενωθείς". Το επίθημα "-mento" σχηματίζει ουσιαστικά που αναφέρονται σε μια διαδικασία ή κατάσταση.
Συνώνυμα: - adhesivo (κολλητική ουσία) - cola (κόλλα)
Αντώνυμα: - separación (διαχωρισμός) - despegue (ξεκόλλημα)