Το "pegar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [peˈɣaɾ]
Το ρήμα "pegar" σημαίνει κυρίως "να κολλήσω" ή "να χτυπήσω". Χρησιμοποιείται συχνά στην ισπανική γλώσσα και έχει πολλές εφαρμογές, όπως στο να περιγράψει τη διαδικασία κόλλησης αντικειμένων ή να αναφερθεί σε κάποιο είδος χτυπήματος. Η χρήση του είναι αρκετά συχνή στην καθημερινή ομιλία, αλλά επίσης και σε γραπτά κείμενα. Συχνά χρησιμοποιείται στο προφορικό λόγο.
Ella decidió pegar un cartel en la pared.
(Αυτή αποφάσισε να κολλήσει μια αφίσα στον τοίχο.)
El niño pegó a su hermano durante el juego.
(Το παιδί χτύπησε τον αδερφό του κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού.)
Το "pegar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές:
¡No me pegues un grito!
(Μη με φωνάξεις!)
Pegar el bajón
(Να νιώσω καταθλιπτικά ή να πέσει το ηθικό)
Después de tantos problemas, me pegó el bajón.
(Μετά από τόσα προβλήματα, ένιωσα καταθλιπτικά.)
Pegar con alguien
(Να τα πηγαίνω καλά με κάποιον)
Siempre he pegado con ella.
(Πάντα τα πηγαίνω καλά μαζί της.)
Pegar la música
(Να έχει ρυθμό ή να είναι ελκυστική)
Η λέξη "pegar" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "pāgāre", που σημαίνει "να προσκολλάται" ή "να πληρώνει". Η εξέλιξη της σημασίας της έχει φέρει και πολλές διαφορετικές χρήσεις στην ισπανική γλώσσα.
Το "pegar" έχει πολλές χρήσεις και σημασίες στην ισπανική γλώσσα, καθιστώντας το ένα σημαντικό και πολύπλευρο ρήμα.