Το "pegarse" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [pe.ˈɡaɾ.se]
Το "pegarse" στη γλώσσα Ισπανικά σημαίνει "να κολλήσεις" ή "να προσκολληθείς". Χρησιμοποιείται όταν κάποιος ή κάτι κολλά σε μία επιφάνεια ή σε μία κατάσταση. Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή και εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Παραδείγματα: - Español: "Los niños se pegaron a la ventana para ver el desfile." - Ελληνικά: "Τα παιδιά κολλήθηκαν στο παράθυρο για να δουν την παρέλαση."
Το "pegarse" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά.
Παραδείγματα: - Español: "Pelearse como conejos" (Ivó que se pegan como conejos) - Ελληνικά: "Πολεμούν σαν κουνέλια" (αναφέρεται σε συχνές διαμάχες).
Ελληνικά: "Κολλάει σε κάποιον σαν αυγό".
Español: "Pequeño, pero pegajoso"
Ελληνικά: "Μικρός αλλά κολλώδης".
Español: "Pegar con alguien"
Η λέξη "pegar" προέρχεται από το λατινικό "picare", που σημαίνει "να τρυπήσω" ή "να βάλω". Με το πρόθεμα "-se" αποκτά μια πιο ανακλαστική σημασία.
Συνώνυμα: - Unirse - Adherirse - Acoplarse
Αντώνυμα: - Despegar - Separarse - Alejarse
Η λέξη "pegarse" προσφέρει μια πλούσια γκάμα χρήσεων και σημασιών στη γλώσσα Ισπανικά, κάνοντάς την πολύτιμη σε πολλές καταστάσεις.