Η λέξη "pego" είναι ουσιαστικό και μπορεί να αναφέρεται σε ένα όρος που χρησιμοποιεί στην καθημερινή γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈpeɣo/
Η λέξη "pego" αναφέρεται κυρίως σε κόλλα ή ουσία που χρησιμοποιείται για να κολλήσει αντικείμενα μεταξύ τους. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο και μπορεί να αναφέρεται σε καθημερινές καταστάσεις, όπως η χρήση κόλλας για τέχνες ή η επισκευή αντικειμένων. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή σε περιβάλλοντα DIY (Do It Yourself).
Στην τάξη τέχνης χρησιμοποιούμε πολύ κόλλα για τις χειροτεχνίες μας.
Necesito un poco de pego para arreglar esta lámpara.
Η λέξη "pego" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα:
Να είσαι κολλημένος σε κάτι σημαίνει ότι δεν μπορούμε να χωρίσουμε.
Mi hermano siempre está pegado al sofá viendo televisión.
Ο αδερφός μου είναι πάντα κολλημένος στον καναπέ βλέποντας τηλεόραση.
Fue un golpe tan fuerte que me quedé pegado al suelo.
Ήταν ένα τόσο δυνατό χτύπημα που έμεινα κολλημένος στο έδαφος.
Cuando algo te gusta mucho, es fácil sentirse pegado a ello.
Η λέξη "pego" προέρχεται από το βενετσιάνικο "pego" και τη λατινική ρίζα "pāgāre", που σημαίνει "να κολλάς".
Sustancia (ουσία)
Αντώνυμα:
Αυτές οι πληροφορίες για τη λέξη "pego" ελπίζω να σας φανούν χρήσιμες!