Το "peinar" είναι ρήμα.
/peˈinar/
Η λέξη "peinar" σημαίνει την πράξη του χτενίσματος ή του βουρτσίσματος μαλλιών. Χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συνομιλίες, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της προσωπικής περιποίησης. Συχνότητα χρήσης: Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενο στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα που αναφέρονται σε θέματα σχετικά με την ομορφιά ή την υγιεινή.
"Θα χτενίσω τα μαλλιά μου πριν βγω."
"Ella siempre se peina con cuidado."
Η λέξη "peinar" χρησιμοποιείται και σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, όπως:
"Αυτός μόνο χτενίζει την κούκλα στο σπίτι."
"Peinar canas"
"Από τότε που έγινα 50, άρχισα να έχω γκρίζα μαλλιά."
"Peinar un lugar"
Η λέξη "peinar" προέρχεται από το λατινικό "pinnare," που σημαίνει "χτενίζω" ή "βουρτσίζω."
Συνώνυμα: - Arreglar (τακτοποιώ) - Cepillar (βουρτσίζω)
Αντώνυμα: - Despeinar (αχτένιστος) - Desordenar (αναταξιάζω)