Το "peinarse" είναι ρήμα.
/ph.ei̯ˈnaɾ.se/
Το "peinarse" αναφέρεται στην πράξη του χτενίσματος των μαλλιών. Χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει την ενέργεια της τακτοποίησης ή της διαμόρφωσης των μαλλιών με μια χτένα, βούρτσα ή άλλο εργαλείο. Είναι μια καθημερινή δραστηριότητα που μπορεί να αναφέρεται σε διάφορους τύπους χτενισμάτων, από απλά έως πιο πολύπλοκα. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή, και εμφανίζεται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά είναι επίσης κοινό σε γραπτό κείμενο.
Πριν βγω, πάντα χτενίζομαι.
Ella se peina todos los días para verse bien.
Αυτή χτενίζεται κάθε μέρα για να φαίνεται καλά.
No tengo tiempo de peinarme hoy.
Το "peinarse" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, οι οποίες αποδίδουν διαφορετικές έννοιες ή συναισθήματα.
Χτενίζομαι με ένα πιρούνι. (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση κάποιου που είναι ατημέλητος ή σε κακή κατάσταση.)
Peinarse la muñeca.
Χτενίζω τον καρπό. (Αναφέρεται σε παράτολμες ή μη ρεαλιστικές ιδέες.)
Peinarse para la fiesta.
Χτενίζομαι για το πάρτι. (Σημαίνει προετοιμάζομαι για μια ειδική περίσταση.)
No vale la pena peinarse, porque va a llover.
Το "peinarse" προέρχεται από το ουσιαστικό "peina," που σημαίνει "χτένα," συνδυασμένο με την κατάληξη "-arse" που υποδηλώνει τη reflexive μορφή, δηλώνοντας κάποια εσωτερική δράση που επιστρέφει στον εαυτό.
Συνώνυμα: - arreglarse (τακτοποιούμαι) - peinar (χτενίζω)
Αντώνυμα: - descuidar (αμελώ) - desarreglar (αναταξινόμηση)