peinarse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

peinarse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "peinarse" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/ph.ei̯ˈnaɾ.se/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Το "peinarse" αναφέρεται στην πράξη του χτενίσματος των μαλλιών. Χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει την ενέργεια της τακτοποίησης ή της διαμόρφωσης των μαλλιών με μια χτένα, βούρτσα ή άλλο εργαλείο. Είναι μια καθημερινή δραστηριότητα που μπορεί να αναφέρεται σε διάφορους τύπους χτενισμάτων, από απλά έως πιο πολύπλοκα. Η συχνότητα χρήσης του είναι υψηλή, και εμφανίζεται κυρίως στον προφορικό λόγο, αλλά είναι επίσης κοινό σε γραπτό κείμενο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Antes de salir, siempre me peino.
  2. Πριν βγω, πάντα χτενίζομαι.

  3. Ella se peina todos los días para verse bien.

  4. Αυτή χτενίζεται κάθε μέρα για να φαίνεται καλά.

  5. No tengo tiempo de peinarme hoy.

  6. Δεν έχω χρόνο να χτενιστώ σήμερα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Το "peinarse" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, οι οποίες αποδίδουν διαφορετικές έννοιες ή συναισθήματα.

Ιδιωματικές εκφράσεις με παραδείγματα

  1. Peinarse con un tenedor.
  2. Χτενίζομαι με ένα πιρούνι. (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση κάποιου που είναι ατημέλητος ή σε κακή κατάσταση.)

  3. Peinarse la muñeca.

  4. Χτενίζω τον καρπό. (Αναφέρεται σε παράτολμες ή μη ρεαλιστικές ιδέες.)

  5. Peinarse para la fiesta.

  6. Χτενίζομαι για το πάρτι. (Σημαίνει προετοιμάζομαι για μια ειδική περίσταση.)

  7. No vale la pena peinarse, porque va a llover.

  8. Δεν αξίζει να χτενιστώ, γιατί θα βρέξει. (Δηλώνει ότι ορισμένες προετοιμασίες είναι άχρηστες βάσει των περιστάσεων.)

Ετυμολογία

Το "peinarse" προέρχεται από το ουσιαστικό "peina," που σημαίνει "χτένα," συνδυασμένο με την κατάληξη "-arse" που υποδηλώνει τη reflexive μορφή, δηλώνοντας κάποια εσωτερική δράση που επιστρέφει στον εαυτό.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - arreglarse (τακτοποιούμαι) - peinar (χτενίζω)

Αντώνυμα: - descuidar (αμελώ) - desarreglar (αναταξινόμηση)



22-07-2024