peine (ουσιαστικό)
/ˈpe.in.e/
Η λέξη "peine" σημαίνει "χτένα" και αναφέρεται σε ένα εργαλείο που χρησιμοποιείται για να ισιώνει ή να ξεμπλέκει τα μαλλιά. Χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή ζωή στη Ισπανία και στις ισπανόφωνες χώρες, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, καθώς είναι μια κοινή λέξη που εμφανίζεται συχνά σε συζητήσεις σχετικά με την προσωπική φροντίδα και την εμφάνιση.
Siempre uso un peine para desenredar mis cabellos.
(Πάντα χρησιμοποιώ μια χτένα για να ξεμπλέκω τα μαλλιά μου.)
El peine que compré es de madera y tiene un diseño muy bonito.
(Η χτένα που αγόρασα είναι από ξύλο και έχει πολύ όμορφο σχέδιο.)
A veces, me gusta llevar un peine en el bolso por si acaso tengo que peinarme.
(Μερικές φορές, μου αρέσει να έχω μια χτένα στην τσάντα μου για περίπτωση που χρειαστεί να χτενιστώ.)
Η λέξη "peine" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες φράσεις όπου μπορεί να ενσωματωθεί:
No hay peine que no se desenrede.
(Δεν υπάρχει χτένα που να μην ξεμπλέκει.) – Σημαίνει ότι κάθε πρόβλημα έχει λύση.
Peinar el cabello es parte de la rutina diaria.
(Η χτένισμα των μαλλιών είναι μέρος της καθημερινής ρουτίνας.) – Υποδηλώνει την σημασία της αυτοφροντίδας.
Con un peine y un poco de paciencia, todo se puede lograr.
(Με μια χτένα και λίγη υπομονή, όλα μπορούν να επιτευχθούν.) – Σημαίνει ότι είτε πρόκειται για ξέμπλεγμα μαλλιών είτε για άλλα προβλήματα, η υπομονή μπορεί να βοηθήσει.
Η λέξη "peine" προέρχεται από το λατινικό "pennile," το οποίο αναφέρεται σε κάτι που χρησιμοποιείται για το χτένισμα ή το ισιώνωμα των μαλλιών.
Συνώνυμα: - cepillo (βούρτσα)
Αντώνυμα: - No hay antónimos directos, ya que "peine" refiere a un objeto específico. (Δεν υπάρχουν άμεσοι αντώνυμοι, καθώς η "χτένα" αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο.)