Η λέξη "pela" είναι ουσιαστικό και λαμβάνεται από το ρήμα "pelar".
/fɛla/
Η λέξη "pela" αναφέρεται στη διαδικασία της αφαίρεσης της φλούδας ή της επιφάνειας ενός τροφίμου ή άλλου αντικειμένου. Χρησιμοποιείται συνήθως σε μαγειρικές ή καθημερινές δραστηριότητες που περιλαμβάνουν την προετοιμασία τροφίμων. Είναι πιο κοινή στον προφορικό λόγο, ειδικά σε οικογενειακές ή φιλικές συζητήσεις.
Voy a pela la manzana antes de comerla.
(Θα ξεφλουδίσω το μήλο πριν το φάω.)
Es importante pela las verduras para que estén más sabrosas.
(Είναι σημαντικό να ξεφλουδίζεις τα λαχανικά για να είναι πιο νόστιμα.)
Αυτή η έκφραση σημαίνει ότι οι καλοί καρποί έρχονται μόνο με κόπο.
Le dieron pela por no hacer los deberes.
(Του έδωσαν ξεφλούδισμα γιατί δεν έκανε τα μαθήματα.)
Αν αναφερόμαστε σε ποινές ή συνέπειες που προκύπτουν από την ανυπακοή.
La pela de las frutas es necesaria para evitar los pesticidas.
(Η αφαίρεση της φλούδας από τα φρούτα είναι απαραίτητη για να αποφευχθούν τα φυτοφάρμακα.)
Η λέξη "pela" προέρχεται από το ρήμα "pelar" που σημαίνει "ξεφλουδίζω" ή "αφαιρώ την φλούδα". Αυτή η ρίζα προέρχεται από τα λατινικά.