Η λέξη "pelada" είναι ουσιαστικό και μπορεί να χρησιμοποιείται ως κατηγορία θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [peˈla.ða]
Στα Ισπανικά, η λέξη "pelada" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει κάτι που είναι ξυρισμένο ή γυμνό, όπως το κεφάλι ενός ατόμου ή ένα αντικείμενο χωρίς κάλυψη. Είναι μια κοινή λέξη στις συζητήσεις της καθημερινής ζωής, με συχνή χρήση στον προφορικό λόγο.
La pelada de su cabeza provoca muchas risas.
(Το ξύρισμα του κεφαλιού του προκαλεί πολλές γέλια.)
El árbol se veía pelado después de la tormenta.
(Το δέντρο φαινόταν γυμνό μετά από την καταιγίδα.)
Η λέξη "pelada" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
No hay pelada que se le resista.
(Δεν υπάρχει ξύρισμα που να τον σταματήσει.) σημαίνει ότι δεν υπάρχει πρόβλημα που να μην μπορεί να αντιμετωπίσει.
Estar pelado.
(Να είσαι γυμνός.) μπορεί να χρησιμοποιηθεί τοπικά για να σημάνει ότι κάποιος είναι στερημένος από χρήματα ή πόρους.
Π.χ.: Estoy pelado y no puedo salir esta noche.
(Είμαι στερημένος και δεν μπορώ να βγω απόψε.)
Tener la pelada bien cuidada.
(Να έχεις καλοσχηματισμένο ξύρισμα.) σημαίνει να προσέχεις την εμφάνισή σου.
Π.χ.: Siempre tiene la pelada bien cuidada para las fiestas.
(Πάντα έχει καλοσχηματισμένο ξύρισμα για τις γιορτές.)
Η λέξη "pelada" προέρχεται από το ρήμα "pelar", που σημαίνει "να ξύσεις" ή "να ξυρίσεις". Η κατάληξη "-ada" υποδηλώνει τη διαδικασία ή το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος.
Συνώνυμα: - calva (γυμνό) - rapada (ξυρισμένο)
Αντώνυμα: - cabelluda (με μαλλιά) - peluda (πολυάσχολος, μαλλιαρός)
Η λέξη "pelada" έχει πολλές εφαρμογές και μπορεί να προσαρμοστεί σε διαφορετικά κοινωνικά και πολιτιστικά συμφραζόμενα, κάνοντάς την χρήσιμη σε πολλές περιστάσεις στην ισπανική γλώσσα.