Pelado είναι ουσιαστικό και επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [peˈlaðo]
Η λέξη pelado αναφέρεται συνήθως σε κάποιον που έχει ξυρίσει το κεφάλι του ή είναι φαλακρός. Στη μεξικανική και κεντροαμερικανική διάλεκτο, μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί ως slang για άτομα που είναι γυμνά ή να υποδηλώσει την έννοια του να μην έχεις τίποτα. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο και είναι κοινά κατανοητή στην καθημερινή ομιλία.
Αυτός είναι ένας πολύ συμπαθητικός φαλακρός.
La playa está llena de pelados tomando el sol.
Η λέξη pelado χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά, ειδικά σε λαϊκές ή καθημερινές φράσεις:
Estoy pelado, no puedo ir al cine.
Pelado de risa:
Me hizo un chiste que me dejó pelado de risa.
No es pelado:
Η λέξη pelado προέρχεται από το ρήμα pelar, που σημαίνει να αφαιρείς το δέρμα ή τα μαλλιά από κάτι.
Συνώνυμα: - Desnudado (γυμνός) - Calvo (φαλακρός)
Αντώνυμα: - Peludo (με μαλλιά, τριχωτός) - Vestido (ντυμένος)