Pelaje είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/peˈlaxe/
Η λέξη pelaje αναφέρεται κυρίως στο τρίχωμα ή την γούνα των ζώων, καθώς και στην επιδερμίδα τους. Χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικό, ιατρικό ή γενικότερο περιβαλλοντικό πλαίσιο. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, με κάπως μεγαλύτερη χρήση στον γραπτό λόγο, ιδίως σε κείμενα που αφορούν τη βιολογία ή τη φυσιολογία.
El pelaje del gato es suave y brillante.
Το τρίχωμα της γάτας είναι απαλό και λαμπερό.
Los perros de esta raza tienen un pelaje denso y pesado.
Οι σκύλοι αυτής της ράτσας έχουν πυκνό και βαρύ τρίχωμα.
Η λέξη pelaje χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις:
No todo lo que brilla es pelaje.
Δεν είναι όλα όσα λάμπουν τρίχωμα. (Δηλαδή, δεν είναι όλα αξιοσημείωτα ή πολύτιμα όπως φαίνονται.)
Tener un pelaje complicado.
Να έχεις περίπλοκο τρίχωμα. (Σημαίνει ότι κάτι είναι περίπλοκο ή δύσκολο να κατανοηθεί.)
El pelaje es reflejo de la salud del animal.
Το τρίχωμα είναι αντανάκλαση της υγείας του ζώου. (Υποδηλώνει ότι η κατάσταση του τρίχωμα μπορεί να δείξει την υγεία ενός ζώου.)
Η λέξη pelaje προέρχεται από το λατινικό "pelagium", που σημαίνει τρίχωμα, γούνα ή επιδερμίδα.
Συνώνυμα: - Fell (κυρίως στη χρήση ζώων) - Piel (όταν αναφέρεται σε ανθρώπους ή σε διάφορα είδη επιδερμίδας)
Αντώνυμα: - Calvo (φαλακρός, αναφερόμενος σε ζώα ή ανθρώπους χωρίς τρίχωμα ή μαλλιά) - Desnudo (γυμνός, που σημαίνει έλλειψη καλύμματος ή παλτού).