Ρήμα
/pəˈlaɾ/
Η λέξη "pelar" μεταφράζεται ως "ξεφλουδίζω" ή "αφαιρώ την φλούδα" και χρησιμοποιείται σε διάφορες καταστάσεις. Στην καθημερινή γλώσσα, αναφέρεται κυρίως στην πράξη της αφαίρεσης της φλούδας από φρούτα ή λαχανικά. Στον ιατρικό τομέα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για να περιγράψει την αφαίρεση δερματικών επιφανειών ή τη διαδικασία "ξεφλουδίσματος" ενός μέρους του σώματος.
Η χρήση της λέξης είναι συχνή, κυρίως στον προφορικό λόγο, ανάλογα με την καταγωγή και τη διαλέκτο, αλλά και στο γραπτό πλαίσιο.
Necesito pelar la manzana antes de comerla.
(Πρέπει να ξεφλουδίσω το μήλο πριν το φάω.)
Ella está pelando las patatas para la cena.
(Αυτή ξεφλουδίζει τις πατάτες για το δείπνο.)
Η λέξη "pelar" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις.
Pelar a alguien
(Να αποκαλύψεις ή να εντοπίσεις κάποιον)
Ejemplo: "Ella siempre sabe pelar a sus amigos."
(Αυτή πάντα ξέρει να αποκαλύπτει τους φίλους της.)
Pelar cebolla
(Ασχολούμαι με δύσκολες ή συναισθηματικές καταστάσεις)
Ejemplo: "Hablábamos de nuestra relación y parecía que estábamos pelando cebolla."
(Μιλούσαμε για τη σχέση μας και φαινόταν ότι ασχολούμασταν με δύσκολα θέματα.)
Ya no es cosa de pelar, es asunto serio.
(Το θέμα έχει γίνει σοβαρό.)
Ejemplo: "Cuando empezó a gritar, ya no es cosa de pelar, es asunto serio."
(Όταν άρχισε να φωνάζει, το πράγμα έγινε σοβαρό.)
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "pella", το οποίο σημαίνει "φλούδα" ή "κρούστα". Στα Ισπανικά, η ρίζα αυτής της λέξης συνεχίζει να διατηρεί τη σημασία της αφαίρεσης ή ξεφλουδίσματος.