Το "pelear" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [pe.leˈaɾ]
Η λέξη "pelear" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη της αντιπαράθεσης ή της σύγκρουσης μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων ή ομάδων. Μπορεί να αναφέρεται σε φυσικές μάχες, διαπληκτισμούς ή ακόμα και σε πολιτικές ή νομικές συγκρούσεις.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται συχνά και στην προφορική και στη γραπτή γλώσσα. Ωστόσο, συνήθως εμφανίζεται περισσότερο στην προφορική γλώσσα λόγω των καθημερινών καταστάσεων που σχετίζονται με συγκρούσεις ή αντιπαραθέσεις.
Los niños suelen pelear por juguetes.
(Τα παιδιά συνήθως τσακώνονται για παιχνίδια.)
Es mejor pelear con palabras que con los puños.
(Είναι καλύτερο να πολεμάς με λόγια παρά με γροθιές.)
El país tuvo que pelear por su independencia.
(Η χώρα έπρεπε να πολεμήσει για την ανεξαρτησία της.)
Η λέξη "pelear" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Εδώ είναι κάποια παραδείγματα:
Ο αγώνας εναντίον απροσδόκητων και δύσκολων καταστάσεων.
Pelear a muerte
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος μάχεται με απόλυτη αποφασιστικότητα.
No hay que pelear en casa
Αναφέρεται στη σημασία της ειρηνικής συμβίωσης.
Pelear con uñas y dientes
Σημαίνει ότι κάποιος αγωνίζεται πολύ σθεναρά για κάτι.
Pelear por un sueño
Η λέξη "pelear" προέρχεται από το λατινικό "pālliare", το οποίο σημαίνει "να εμποδίζω" ή "να καλύπτω", και έχει εξελιχθεί σε διάφορες ρομανικές γλώσσες.
Συνώνυμα: - Luchar (να αγωνιστώ) - Batallar (να πολεμήσω) - Discutir (να συζητήσω/διαφωνώ)
Αντώνυμα: - Reconciliar (να συμφιλιωθώ) - Acordar (να συμφωνήσω) - Ceder (να παραχωρήσω)