Το "pelearse" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "pelearse" με τη χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι /pe.leˈaɾ.se/.
Η λέξη "pelearse" σημαίνει "να μαλώνεις" ή "να τσακώνεσαι" και χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε συγκρούσεις μεταξύ ατόμων, είτε αυτές είναι λεκτικές είτε σωματικές. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον προφορικό λόγο, αλλά και σε γραπτά κείμενα ενδέχεται να εμφανίζεται, κυρίως σε αφηγήσεις ή περιγραφές συγκρούσεων.
Los niños se pelean en el parque.
Τα παιδιά τσακώνονται στο πάρκο.
No quiero pelearme con mi hermano.
Δεν θέλω να τσακωθώ με τον αδελφό μου.
A veces es mejor evitar pelearse por cosas pequeñas.
Μερικές φορές είναι καλύτερο να αποφεύγουμε να τσακωνόμαστε για μικρές αφορμές.
Η λέξη "pelearse" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά:
Pelearse a muerte
Μαχόμαστε μέχρι θανάτου.
Που σημαίνει να εμπλέκεσαι σε μια πολύ σοβαρή ή σφοδρή διαμάχη.
Pelearse como perros y gatos
Τσακώνονται όπως σκύλοι και γάτες.
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που συμβαίνει σχεδόν συνεχώς ή με πολύ ένταση.
No hay que pelearse por temas triviales
Δεν πρέπει να τσακωνόμαστε για ασήμαντα θέματα.
Δηλώνει την ιδέα να αποφεύγουμε τις ασήμαντες συγκρούσεις.
Pelearse con los fantasmas del pasado
Να τσακώνεσαι με τα φαντάσματα του παρελθόντος.
Αναφέρεται σε αντιπαραθέσεις με παλιές μνήμες ή προβλήματα που δεν έχουν λυθεί.
Pelearse por amor
Να τσακώνεστε για αγάπη.
Αυτή η έκφραση περιγράφει τις συχνές και παθιασμένες διαμάχες που μπορεί να συμβαίνουν σε ρομαντικές σχέσεις.
Η λέξη "pelearse" προέρχεται από το λατινικό "pālāre" που σημαίνει "να πολεμάς". Η χρήση της έχει εξελιχθεί με το χρόνο, αλλά η βασική έννοιά της παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη.
discutir (συζητώ ή τσακώνομαι)
Αντώνυμα: