Η λέξη "pelele" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "pelele" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /peˈle.le/.
Η λέξη "pelele" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - Κούκλα (σε αργκό χρήση, σημαίνει άτομο που δεν έχει προσωπικότητα ή είναι ανήμπορο) - Μπούφος (σε περιφρονητική διάθεση)
Η λέξη "pelele" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα κυρίως για να αναφερθεί σε κάποιον που θεωρείται ανίκανος να πάρει αποφάσεις ή να ενεργήσει ανεξάρτητα. Σημαντική η χρήση της σε άτυπες ή αργκό συζητήσεις, συχνά για να υποδηλώσει ότι κάποιος είναι "μαριονέτα" ή ότι επιτρέπει σε άλλους να ελέγχουν τη ζωή του.
Φαίνεται ότι η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, όταν μιλάμε μεταξύ φίλων ή γνωστών.
(Ο Χουάν είναι ένα κούκλα, πάντα κάνει ό,τι του λέει η κοπέλα του.)
"No seas pelele y defiende tu opinión."
(Μη γίνεσαι κούκλα και υπερασπίσου τη γνώμη σου.)
"A veces me siento como un pelele en el trabajo."
Η λέξη "pelele" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
(Μην κάνεις τον κούκλο/ντεμέκ.)
"Lo trata como a un pelele."
(Τον συμπεριφέρεται σαν κούκλα.)
"Eres un pelele en esta relación."
Η λέξη "pelele" προέρχεται από το λατινικό "pila", που σημαίνει "μπάλα" ή "κούκλα". Η έννοιά της έχει εξελιχθεί ώστε να σηματοδοτεί την αδυναμία ή την απουσία μιας ισχυρής προσωπικότητας.
Συνώνυμα: - Cuerpo (σώμα, σε διάφορους τομείς) - Títere (μαριονέτα)
Αντώνυμα: - Decidido (αποφασισμένος) - Fuerte (ισχυρός)
Αυτές οι πληροφορίες αναδεικνύουν τη σημασία και τη χρήση της λέξης "pelele" στην ισπανική γλώσσα.