Το "pelicorto" είναι επίθετο στην Ισπανική γλώσσα.
peliˈkorto
Η λέξη "pelicorto" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να περιγράψει κάποιον με μικρά μαλλιά, συνήθως κοντά. Χρησιμοποιείται είτε στον προφορικό είτε στον γραπτό λόγο.
Me gusta tu nuevo corte de pelo pelicorto. Μου αρέσει το νέο σου κουρέμα με τα κοντά μαλλιά.
El niño tiene el pelo pelicorto y rubio. Το παιδί έχει κοντά μαλλιά και είναι ξανθό.
Η λέξη "pelicorto" προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων "pelo" (μαλλιά) και "corto" (κοντό).