Η λέξη "peligro" είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "peligro" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: [peˈliɣɾo].
Η λέξη "peligro" σημαίνει "κίνδυνος" και χρησιμοποιείται για να περιγράψει καταστάσεις ή αντικείμενα που ενδέχεται να προκαλέσουν harm ή βλάβη. Είναι μια λέξη που συναντάται συχνά και στο γραπτό και στον προφορικό λόγο, αναφερόμενη σε οποιαδήποτε κατάσταση που περικλείει κάποιον κίνδυνο ή απειλή. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, κυρίως σε περιβάλλοντα όπου συζητούνται θέματα ασφάλειας ή προστασίας.
Υπάρχει κίνδυνος σε αυτή την περιοχή λόγω των πλημμυρών.
Es importante reconocer el peligro de no usar cinturón de seguridad.
Είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τον κίνδυνο του να μην φοράμε ζώνη ασφαλείας.
Los expertos advierten sobre el peligro de esta enfermedad.
Σημαντικές Ειδικότητες Η λέξη "peligro" χρησιμοποιείται και σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που ενδέχεται να είναι ενδιαφέρουσες:
Το πλοίο είναι σε κίνδυνο να βυθιστεί.
Peligro de muerte.
Ο ασθενής είναι σε κίνδυνο θανάτου αν δεν λάβει άμεση θεραπεία.
Correr peligro.
Οι ορειβάτες κινδυνεύουν να αναρριχηθούν σε βουνά χωρίς κατάλληλο εξοπλισμό.
Dejar a alguien en peligro.
Δεν μπορείς να αφήσεις τα παιδιά σε κίνδυνο μόνο τους στο σπίτι.
Peligro inminente.
Η λέξη "peligro" προέρχεται από το λατινικό "periculum", το οποίο σημαίνει επίσης "κίνδυνος".
Συνώνυμα: - riesgo (κίνδυνος) - amenaza (απειλή)
Αντώνυμα: - seguridad (ασφάλεια) - certeza (βεβαιότητα)