Η λέξη "pelirrojo" στα Ισπανικά χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα με κόκκινα ή ξανθά μαλλιά. Ο όρος μπορεί να αναφερθεί σε άνδρες ή γυναίκες, αν και συχνά χρησιμοποιείται αναφορικά με γυναίκες. Στο Ισπανικό λεξιλόγιο, παρατηρείται συχνά σε κοινωνικά ή προσωπικά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά εμφανίζεται επίσης και σε γραπτά κείμενα.
Αυτή είναι μια κοκκινομάλλα κοπέλα που τραβά την προσοχή.
Los pelirrojos suelen tener una personalidad muy fuerte.
Οι κοκκινομάλλες συνήθως έχουν μια πολύ ισχυρή προσωπικότητα.
Vimos a un pelirrojo en la playa.
Η λέξη "pelirrojo" μπορεί να εμφανιστεί σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως για να περιγράψει ανθρώπους ή χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τους κοκκινομάλληδες.
Ένας κοκκινομάλλης στην παρέα πάντα προσθέτει μια ειδική λάμψη.
Dicen que los pelirrojos son más temperamental.
Λένε ότι οι κοκκινομάλλες είναι πιο ευέξαπτοι.
En mi escuela había un pelirrojo que era muy divertido.
Στο σχολείο μου υπήρχε ένας κοκκινομάλλης που ήταν πολύ διασκεδαστικός.
Los pelirrojos tienen una belleza exótica.
Οι κοκκινομάλλες έχουν μια εξωτική ομορφιά.
Siempre me he sentido atraído por los pelirrojos.
Η λέξη "pelirrojo" προέρχεται από τις ισπανικές λέξεις "pelo" (μαλλιά) και "rojo" (κόκκινος). Ο συνδυασμός αυτών των δύο λέξεων δίνει την έννοια του κόκκινου μαλλιού.
ruivo (σε κάποιες ισπανικές διάλεκτους)
Αντώνυμα: