Το "pella" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/pɛˈʎa/
Η λέξη "pella" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα κυρίως στην αργκό, αναφερόμενη σε μια καλή ευκαιρία ή συμφωνία, συνήθως σε οικονομικό ή εμπορικό πλαίσιο. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο και έχει μια ιδιαίτερη χρήση στην Αργεντινή. Η συχνότητά της μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο.
"Σήμερα βρήκα ένα κελεπούρι στην αγορά."
"No dejes pasar esta pella, ¡es tu oportunidad!"
"Μη χάσεις αυτή την ευκαιρία, είναι η ευκαιρία σου!"
"Si compras en grandes cantidades, puedes conseguir una pella."
Η λέξη "pella" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική:
Παράδειγμα: "Logré hacer una pella con el vendedor."
"Es una pella"
Παράδειγμα: "Esa oferta es una pella."
"No encontrarás otra pella como esta."
Η λέξη "pella" προέρχεται από την παλαιότερη ισπανική γλώσσα και μπορεί να συνδέεται με το λατινικό "pella", που σημαίνει κομμάτι ή κομμάτι ύφασμα, και έχει εξελιχθεί στην τωρινή της σημασία μέσα στο πλαίσιο της αγοράς και των ευκαιριών.
"negocio" (επιχείρηση)
Αντώνυμα: