Η λέξη "pellizcar" σημαίνει να τσιμπάς ή να πιάνεις κάπου με τα δάχτυλα, συνήθως αναφερόμενος σε κάποιο σημείο του σώματος. Είναι μια κοινή δράση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες καταστάσεις, είτε για να προκαλέσει πόνο είτε για να εκφράσει αγάπη ή παιχνίδι. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
"Αυτή τσίμπησε το μάγουλο του γιου της για να τον κάνει να γελάσει."
"No debes pellizcar a los animales, puede asustarlos."
Η λέξη "pellizcar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, αναφέροντας κυρίως τη δράση του τσιμπήματος σε διάφορα συμφραζόμενα.
"La historia de amor me pellizcó el corazón."
"Pellizcar a alguien para despertarlo."
"Pellizqué a mi amigo para que no se durmiera."
"Pellizcarse de felicidad."
Η λέξη "pellizcar" προέρχεται από το λατινικό "pellezcare", το οποίο σημαίνει "να τσιμπάς" ή "να κλωτσάς". Η ανάπτυξή της σχετίζεται με την οικογένεια λέξεων που σχετίζονται με τη σωματική επαφή.
apretar (να σφίγγεις)
Αντώνυμα:
Αυτή η προσέγγιση καλύπτει πλήρως την έννοια και τη χρήση της λέξης "pellizcar" στα Ισπανικά.