Pellizco είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Η φωνητική μεταγραφή του "pellizco" είναι /pe.liθ.ko/ ή /peliz.ko/ (η προφορά διαφέρει ανάλογα με την περιοχή, π.χ. ισπανικά της Ισπανίας ή της Λατινικής Αμερικής).
Η λέξη pellizco αναφέρεται σε μια μικρή ποσότητα ή σε μια κίνηση που περιλαμβάνει το τσίμπημα του δέρματος. Χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, ειδικά σε περιγραφές που αφορούν σωματικές ενέργειες ή συναισθηματικές αντιδράσεις.
Me dio un pellizco en el brazo.
(Μου έδωσε ένα τσίμπημα στο χέρι.)
Sentí un pellizco de dolor en la rodilla.
(Ένιωσα ένα τσίμπημα πόνου στο γόνατο.)
Η λέξη pellizco δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συνοδευτεί με εκφράσεις που σχετίζονται με έντονες αισθήσεις ή αντιδράσεις.
Dar un pellizco a la realidad.
(Να τσιμπήσεις την πραγματικότητα. - Σημαίνει να συνειδητοποιήσεις μια αλήθεια.)
Un pellizco de sal.
(Ένα τσίμπημα αλατιού. - Χρησιμοποιείται για να δείξει μια μικρή ποσότητα.)
Un pellizco de alegría.
(Ένα τσίμπημα χαράς. - Αναφέρεται σε μικρή αλλά έντονη αίσθηση χαράς.)
Η λέξη pellizco προέρχεται από το ρήμα "pellizcar", που σημαίνει "τσιμπάω" στα ισπανικά, και εικάζεται ότι έχει ρίζες στη λατινική λέξη "pellezcare".
Συνώνυμα: - Tijerazo (κοπή) - Pinchazo (τσιμπημα)
Αντώνυμα: - Liberación (απελευθέρωση) - Relajación (χαλάρωση)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης pellizco στα ισπανικά, υπογραμμίζοντας τη χρήση και τις πολιτιστικές της πτυχές.