Pelma είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης pelma με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /ˈpel.ma/
Η λέξη pelma μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "παλάμη" ή "χέρι" σε ορισμένα συμφραζόμενα, αναφερόμενη ειδικότερα στην παλάμη του χεριού.
Στα ισπανικά, η λέξη pelma μπαίνει στον τομέα της ανατομίας και χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθεί στην παλάμη. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό κείμενο, αλλά ενδέχεται να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο, ανάλογα με τα συμφραζόμενα. Η λέξη δεν είναι ιδιαίτερα κοινή στην καθημερινή ομιλία.
Cuando te lastimas la pelma, es importante descansar.
(Όταν χτυπάς την παλάμη σου, είναι σημαντικό να ξεκουραστείς.)
Usa la pelma para sentir la textura de los objetos.
(Χρησιμοποίησε την παλάμη σου για να αισθανθείς την υφή των αντικειμένων.)
Η λέξη pelma δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιστάσεις.
Tener la pelma dura (Έχω σκληρή παλάμη)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι ανθεκτικός ή σκληρός.
(Χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει αντοχές στις δυσκολίες.)
Darle a alguien con la pelma (Να χτυπήσεις κάποιον με την παλάμη)
Χρησιμοποιείται μεταφορικά για περιγραφή αυστηρής ή δυνατής κριτικής.
(Σημαίνει να είσαι αυστηρός με κάποιον.)
Apertura de la pelma (Άνοιγμα της παλάμης)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση που απαιτεί άνοιγμα ή συνθηκολόγηση.
(Σημαίνει να είσαι πιο δεκτικός σε νέες ιδέες ή απόψεις.)
Η λέξη pelma προέρχεται από το αρχαίο ισπανικό palma, το οποίο έχει τις ρίζες του στη λατινική λέξη palma, που σημαίνει "πλάτη του χεριού" ή "παλάμη".
Συνώνυμα: - Palma (παλάμη) - Mano (χέρι)
Αντώνυμα: - Dedo (δάχτυλο) - αναφερόμενη σε συγκεκριμένο τμήμα του χεριού.